ξέπεσμα

ξέπεσμα
το см. ξεπεσμός

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ξέπεσμα" в других словарях:

  • ξέπεσμα — το [ξεπέφτω] ξεπεσμός …   Dictionary of Greek

  • ξέπεσμα — το, ατος βλ. ξεπεσμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεπεσμός — ξεπεσμός, ο και ξέπεσμα, το, ατος 1. έκπτωση, κατάπτωση, παρακμή, υποβίβαση. 2. μτφ. η υλική ή ηθική παρακμή: Τέτοιο ξεπεσμό του δεν τον φανταζόταν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»